εντυπώνω — εντυπώνω, εντύπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εντυπώνω — (AM έντυπῶ, όω) χαράζω, τυπώνω κάτι με πίεση, αποτυπώνω, εγχαράσσω («εἰς τὰ νομίσματα... ξιφίδια δύο ἐνετύπου», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. αποτυπώνω στο μυαλό μου, στη μνήμη μου μσν. (για γράμματα) γράφω αρχ. παθ. είμαι εξομαλυσμένος με πίεση … Dictionary of Greek
εναποσημαίνω — ἐναποσημαίνω (Α) 1. δείχνω με κάτι ή σε κάτι, σημειώνω, αναφέρω 2. μέσ. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, εντυπώνω, εγχαράσσω, εγγράφω, σταμπάρω 3. (με παθ. σημασία, αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι … Dictionary of Greek
ενομόργνυμαι — ἐνομόργνυμαι (Α) [ομόργνυμαι] 1. σκουπίζω, σφογγίζω 2. εντυπώνω, αποτυπώνω, χαράσσω επάνω … Dictionary of Greek
ενστηλιτεύω — ἐνστηλιτεύω (Α) [στηλιτεύω] 1. αναγράφω σε στήλη 2. εντυπώνω … Dictionary of Greek
εντυπώ — ἐντυπῶ, όω (AM) βλ. εντυπώνω … Dictionary of Greek
εντύπωμα — το (Α ἐντύπωμα) το αποτέλεσμα τού εντυπώνω (εντυπώ), το αποτύπωμα, το ίχνος νεοελλ. ανατ. κοιλότητα πάνω στην επιφάνεια ενός οργάνου μέσα στην οποία εισχωρεί τμήμα άλλου οργάνου αρχ. το σχήμα που χαράχθηκε ή αποτυπώθηκε με πίεση, εγχάραγμα,… … Dictionary of Greek
εντύπωση — η (Α ἐντύπωσις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εντυπώνω νεοελλ. 1. (ψυχολ.) κάθε αντίληψη κατ αίσθηση που γεννιέται στην ψυχή από εξωτερικά ερεθίσματα καθώς και το αποτέλεσμα που ακολουθεί (συναίσθημα ή σκέψη) («μού προξένησε αλγεινή εντύπωση η … Dictionary of Greek
επισφραγίζω — (AM ἐπισφραγίζω) 1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία) 2. ολοκληρώνω,… … Dictionary of Greek
μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… … Dictionary of Greek